χιλιοναύτας
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
French (Bailly abrégé)
dor. c. χιλιοναύτης.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιοναύτᾱς: ου adj. m дор. = χιλιοναύτης.