λασανοφόρος
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
[Seite 17] den Nachttopf tragend, Plut. reg. apophth. p. 106.
ος, ον :
qui porte la chaise percée.
Étymologie: λάσανον, φέρω.
λασανοφόρος, ὁ (Α)
δούλος που φρόντιζε τα κοπροδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + -φόρος (< φέρω)].