στήῃς

From LSJ
Revision as of 18:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek (Liddell-Scott)

στήῃς: στήῃ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἀορίστ. β΄ τοῦ ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

épq. c. στῇς, 2ᵉ sg. sbj. ao.2 de ἵστημι.

Greek Monotonic

στήῃς: στήῃ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.