Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
στήῃς: στήῃ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἀορίστ. β΄ τοῦ ἵστημι.
épq. c. στῇς, 2ᵉ sg. sbj. ao.2 de ἵστημι.
στήῃς: στήῃ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.