δυσκαταμαθήτως
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à être difficilement compris.
Étymologie: δυσκαταμάθητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταμαθήτως: с трудом усваивая: δ. ἔχειν Isocr. плохо понимать.