ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
2ᵉ sg. impér. ao. Moy. de ἀλεύω.
ἄλευαι: Επικ. αόρ. αʹ προστ. του ἀλέομαι· ἀλεύατο, Επικ. γʹ ενικ. οριστ.