οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
adv.sans regret.Étymologie: ἀμεταμέλητος.
ἀμεταμελήτως: не раскаиваясь, без сожаления Aesop.