ἀσυλλογίστως

From LSJ
Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός PLUT sans raisonner sur qch.
Étymologie: ἀσυλλόγιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυλλογίστως: 1) непоследовательно, нелогично (λέγειν Arst.);
2) в неведении: ἀ. ἔχειν τινός Plut. совершенно не знать чего-л.