ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
v. ἀμφιχέω.
ἀμφέχῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἀμφιχέω.