ἀνίσως
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
French (Bailly abrégé)
adv.
inégalement.
Étymologie: ἄνισος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίσως: (ῐ)
1) неравным образом (νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arst.);
2) несправедливо (ἔχειν πρός τινα Dem.).