ἀντιστρόφως

From LSJ
Revision as of 16:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à l’encontre de, contrairement à, dat. ou gén..
Étymologie: ἀντίστροφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστρόφως: соответственно, подобно (τινί Plat. и τινός Luc.): τὸ κατ᾽ ἀξίαν ἀ. ἀποδιδόναι Plut. воздавать друг другу по заслугам.