ἀπανθρώπως
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
adv.
d’une manière inhumaine.
Étymologie: ἀπάνθρωπος.
ἀπανθρώπως: не по-человечески, бесчеловечно Plut., Luc.