ἀπάνθρωπος

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάνθρωπος Medium diacritics: ἀπάνθρωπος Low diacritics: απάνθρωπος Capitals: ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: apánthrōpos Transliteration B: apanthrōpos Transliteration C: apanthropos Beta Code: a)pa/nqrwpos

English (LSJ)

ἀπάνθρωπον,
A far from man, remote from men: hence,
I desert, desolate, inhospitable; τῶδ' ἀπανθρώπῳ πάγῳ, this inhuman crag, this rock, remote from men (of Caucasus), A.Pr.20; ἀπάνθρωπος ἡ γῆ Luc.Prom.11.
2 ἀπάνθρωπον, τό, violence, drastic nature, of remedies, Philum.Ven.2.5.
II of men and their deeds, inhuman, savage, S.Fr.1020; ἀπάνθρωπα διαπεπραγμένοι D.H.6.81; ἀ. ἐπιστολαί PFlor.367.4 (iii A.D.); unsocial, misanthropic, τρόπος Pl.Ep.309b (Comp.), cf. J.AJ8.4.3, Gal.5.54 (Comp.). Adv. ἀπανθρώπως = inhumanly J.AJ6.13.6, Luc.Tim.35, Philostr.VA1.21.
2 χρόα οὐκ ἀπάνθρωπον = not unpleasing looks, Plu.2.54e, Cat.Mi.5.
III ἀπάνθρωπον, τό, = σταφὶς ἀγρία (stavesacre, Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria), Ps.-Dsc.4.152.

Spanish (DGE)

-ον
I de lugares inhóspito πάγος A.Pr.20, γῆ Luc.Prom.11.
II de pers. y subst. de igual clase
1 inhumano S.Fr.1020, ἀ. τις ἄνθρωπος Men.Dysc.6, βασανισταί Mart.Pol.2.3, ἐπιστολαί PFlor.367.4 (III d.C.)
abs. neutr. plu. actos inhumanos ὡς ὠμὰ καὶ ἀπάνθρωπα διαπεπραγμένοι D.H.6.81
subst. οἱ ἀπάνθρωποι = personas inhumanas M.Ant.7.65.
2 insociable, misántropo τρόπος Pl.Ep.309b, ἡμεῖς δ' οὐκ ἀ. ... ἐσμέν I.AI 8.117, ἵνα μήτις ἡμᾶς ἀ. φῇ Gal.5.54, ψυχαί Corp.Herm.Fr.26.6.
III de cosas repelente χρόα οὐκ ἀπάνθρωπον Plu.2.54e, μειδίαμα ... οὐκ ἀ. Plu.Cat.Mi.5.
IV subst. τὸ ἀπάνθρωπον
1 violencia, carácter drástico τὸ ἀ. ὑπομεῖναι Philum.Ven.2.5.
2 bot. albarraz, Delphinium staphisagria L., Ps.Dsc.4.152.
V adv. ἀπανθρώπως = inhumanamente, con malos modales ἀ. ἡμῖν χρώμενος PSorb.33.21 (III a.C.), ἀ. ... ἀπήντησεν I.AI 6.298, οὕτως ... ἀ.; Luc.Tim.35, μετρίως ταῦτα καὶ οὐκ ἀ. ἤρου Philostr.VA 1.21, ἀποσφάττειν ἀ. Clem.Al.Prot.10.104.

German (Pape)

[Seite 278] 1) menschenleer, öde, πάγος Aesch. Prom. 70, Caucasus inhospitalis; γῆ ἐρήμη καὶ ἀπ. Luc. Prom. 11. – 2) unmenschlich, grausam, Soph. frg. 842, Hesych. σκληρός; τρόπος ἀπανθρωπότερος Plat. Ep. I, 309 b; καὶ ὠμός Dion. Hai. 6, 81. – 3) menschenfeindlich, adv., Luc. Tim. 35. – Bei Plut. ad. et am. discr. 15 = den Menschen zuwider.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 éloigné des hommes, désert, sauvage (pays);
2 qui ne convient pas à la figure humaine (couleur);
3 asocial, inhumain.
Étymologie: ἀπό, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάνθρωπος:
1 безлюдный (πάγος Aesch.; γῆ Luc.; τόποι Diod.);
2 нелюдимый (τρόπος Plat.);
3 неприятный (χρόα Plut.);
4 бесчеловечный Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάνθρωπος: -ον, ὁ μακρὰν τοῦ ἀνθρώπου, ὅθεν, 1) ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, τῷ δ’ ἀπανθρώπῳ πάγῳ, ἐπὶ τοῦ Καυκάσου, Αἰσχύλ. Πρ. 20· ἀπ. ἡ γῆ Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ἀπάνθρωπος, σκληρός ἄγριος, Σοφ. Ἀποσπ. 842· ἀπάνθρωπα διαπεπραγμένοι Διον. Ἁλ. 6.81: - μὴ κοινωνικός, μισάνθρωπος, τρόπος Πλάτ. Ἐπιστ. 309Β· χρόα οὐκ ἀπάνθρωπον, ουχὶ δυσάρεστον, Πλούτ. 2. 54Ε, Κάτων νεώτ. 5: - Ἐπίρρ. -πως Λουκ. Τίμ. 35.

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ανθρώπους και για τις πράξεις τους) άγριος, βάρβαρος, σκληρός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τους ανθρώπους, έρημος
2. αντικοινωνικός.

Greek Monotonic

ἀπάνθρωπος: -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από τον άνθρωπο·
I. λέγεται για τόπους, έρημος, ερημωμένος, εγκαταλελειμμένος, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αντίκειται στην κοινωνική φύση του ανθρώπου, αντικοινωνικός, μισάνθρωπος, τραχύς, άκαρδος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

far from man:
I. of places, desert, desolate, Aesch.
II. of men, inhuman, Plut.

Translations

inhuman

Bulgarian: безчовечен, жесток, свиреп; Catalan: inhumà; Chinese Mandarin: 非人; Czech: nelidský; Dutch: onmenselijk; Esperanto: nehoma; Finnish: epäinhimillinen; French: inhumain; Georgian: არაადამიანური; German: unmenschlich; Greek: απάνθρωπος; Ancient Greek: ἀπάνθρωπος; Ido: nehomala, nehomana; Kazakh: адамгершіліксіз; Macedonian: нечовечен, жесток; Old English: unmennisċlīċ; Romanian: inuman; Russian: бесчеловечный, антигуманный, жестокий; Spanish: inhumano; Swedish: omänsklig; Telugu: అమానుషము; Ukrainian: нелюдський, нелюдяний

inhospitable

Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig