περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
1ᵉ pl. prés. ind. de δίδωμι.
δίδομεν: 1 л. pl. praes. к δίδωμι.