δίδομεν

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. prés. ind. de δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δίδομεν: 1 л. pl. praes. к δίδωμι.