ζευκτήριον
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
joug.
Étymologie: neutre de ζευκτήριος.
Russian (Dvoretsky)
ζευκτήριον: τό ярмо Aesch.