θαρρύνω

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

French (Bailly abrégé)

f. θαρρυνῶ, ao. ἐθάρρυνα, pf. inus.
1 tr. encourager, donner bon courage à, acc.;
2 intr. avoir bon courage.
Étymologie: θάρρος.

Greek Monolingual

(AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω)
δίνω θάρρος, εμψυχώνω
αρχ.
(αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θαρσύνω].