ζευκτός

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ή, όν, (ζεύγνυμι)

   A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.).    2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8.    II ζευκτόν, τό,= ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.

Greek (Liddell-Scott)

ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].