Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριγωνικός

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνικός Medium diacritics: τριγωνικός Low diacritics: τριγωνικός Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: trigōnikós Transliteration B: trigōnikos Transliteration C: trigonikos Beta Code: trigwniko/s

English (LSJ)

τριγωνική, τριγωνικόν, triangular, Ptol.Tetr.38, Iamb. in Nic.p.58P.; πυραμίδες, on triangular base, Nicom.Ar.2.14. Adv. τριγωνικῶς An.Ox. 3.195.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνικός: -ή, -όν, ὅμοιος τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τρίγωνον
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p
2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνο
β) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου δύο έδρες είναι τρίγωνα
γ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού
δ) «τριγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.
επίρρ...
τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Ν
με τριγωνικό τρόπο.

German (Pape)

ή, όν, dreieckig, Sp.