Μαντινεύς
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
adj. m.
habitant de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.
Russian (Dvoretsky)
Μαντῐνεύς: έως ὁ житель или уроженец Мантинеи Plut.