Μαντινεύς

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
adj. m.
habitant de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.

Russian (Dvoretsky)

Μαντῐνεύς: έως ὁ житель или уроженец Мантинеи Plut.