Μαντινεύς
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
adj. m.
habitant de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.
Russian (Dvoretsky)
Μαντῐνεύς: έως ὁ житель или уроженец Мантинеи Plut.