νυκτιπλανής

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές, = sq.,

   A νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Opp.C.3.268 (vv. ll. νυκτιπλανῆτιν τ. (sic), νυκτιπλάνητον ἐοῦσαν).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιπλᾰνής: -ές, = τῷ ἑπομ., νυκτιπλανῆ τελέθουσαν Ὀππ. Κ. 3.268, ἔνθα ἕτεροι, νυκτιπλανῆτιν ἐοῦσαν˙ - ὡσαύτως νυκτοπλανής, Μανέθων 1. 311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτιπλανής, -ές (Α)
βλ. νυκτοπλανής.