προχώννυμι

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534

German (Pape)

[Seite 800] (s. χώννυμι), davor aufschütten, Plut. de exil. 9 von einem Flusse, der Schlamm an seiner Mündung ansetzt, u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προχώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -χώσω, πρκμ. -κέχωκα· ― σχηματίζω διὰ προχώσεων πρότερον, τὰς νήσους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ΙΙ. διὰ καθιζήματος γεμίζω τι, θάλατταν Ἀριστείδ. 1, σ. 21. Πρβλ. προχόω.

French (Bailly abrégé)

barrer en avant par des alluvions.
Étymologie: πρό, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

προχώννῡμι: образовывать посредством наносов, наносить (τὰς νήσους Arst.).