Φλιάσιος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek (Liddell-Scott)

Φλιάσιος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) ὄνομα μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Φλιοῦς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
v. Φλειάσιος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. Φλοιάσιος.