δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(ὁ) :adj. m. dor.qui aime la solitude.Étymologie: ἔρημος, φίλος.
ἐρημοφίλᾱς: ου ὁ дор. = ἐρημοφίλης.