ἀπροσδοκήτως
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
French (Bailly abrégé)
adv.
à l’improviste.
Étymologie: ἀπροσδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσδοκήτως: сверх ожидания, неожиданно Thuc., Xen., Dem., Plut.