ἀπροσδόκητος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσδόκητος Medium diacritics: ἀπροσδόκητος Low diacritics: απροσδόκητος Capitals: ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: aprosdókētos Transliteration B: aprosdokētos Transliteration C: aprosdokitos Beta Code: a)prosdo/khtos

English (LSJ)

ἀπροσδόκητον,
A unexpected, unlooked for, A.Pr.680, S.El.1017, etc.; εὐπραγία Th.3.39; πρᾶγμ' ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον Ar.Lys.352; κακοπάθεια Antipho 3.2.11; τύχη Pl.Lg.920d; ἀπροσδόκητον [ὁδὸν] πορευθείς X.HG6.4.3; ἐξ ἀπροσδοκήτου = out of the blue, unexpectedly, Lat. necopinato, Hdt.1.191, 7.204. Adv. ἀπροσδοκήτως Th.4.29, Lys.1.11, etc.
II Act., not expecting, unaware, ἐπιθέσθαι τισὶ ἀπροσδοκήτοις Th.2.33, cf. 7.39; ἀπροσδόκητοι ἦσαν ὡς ἤδη μαχούμενοι Id.6.69; ἀ. μὴ ἄν ποτέ τινα σφίσιν ἐπιθέσθαι Id.7.29.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inesperado, imprevisto de abstr. μόρος A.Pr.680, λόγος A.Supp.712, ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας S.El.1017, εὐπραγία Th.3.39, εὐτυχία D.23.157, ζημία D.25.87, κακοπάθεια Antipho 3.2.11, ἀπὸ τύχης ἀπροσδοκήτου Pl.Lg.920d, πρᾶγμ' ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον Ar.Lys.352, ὀρεινὴν καὶ ἀπροσδόκητον πορευθείς (ὁδόν) X.HG 6.4.3, θανάτου προσπίπτοντος ὡς ἀπροσδοκήτου Phld.Mort.37.20, φόβος LXX Sap.17.14, ταραχή LXX 3Ma.3.8, (θάνατος) Plu.2.206f, εὐεργεσία Ep.Diog.9.5, ἀπροσδόκητα τὰ καθ' ἡμέραν γινόμενα los sucesos de cada día (son) inesperados M.Ant.12.1
de pers. que no es esperado οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι ὥσπερ ἔπλεον ἀπροσδόκητοι κατασχόντες ἐς τὸν λιμένα Th.8.23
desprevenido προειδότας οὖν εἰκός ἐστιν ... μὴ ἀπροσδοκήτους προσπεσεῖν Aen.Tact.27.6
c. prep. ἐξ y gen. ἐξ ἀπροσδοκήτου = de improviso κτησάμενος τὴν βασιληίην ἐν Σπάρτῃ ἐξ ἀπροσδοκήτου = habiendo entrado en posesión del reino de Esparta de manera imprevista Hdt.7.204, νῦν δὲ ἐξ ἀπροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι Hdt.1.191, ἐξ ἀπροσδοκήτου γὰρ αὐτοῖς ἐπέπεσε τὸ Ἑλληνικόν X.An.4.1.10, καὶ μὴ ὡς εἶδον εἰσιόντα ἐξ ἀπροσδοκήτου Pl.Chrm.153b
subst. lo inesperado καταπληξάμενος [τῶι] τε πλήθει τῶν δυνάμεων καὶ τῶι ἀπροσδοκήτωι τῆς ἐπιβολῆς IEphesos 8.8 (I a.C.), cf. Plu.2.25d
ἐν τῷ ἀπροσδοκήτῳ = por sorpresa Luc.Tox.41, cf. Agath.3.24.3.
2 imprevisible ἀπροσδόκητα δὲ βροτοῖς τὰ τῶν θεῶν los designios de los dioses son imprevisibles para los mortales E.IA 1610.
3 de pers. que no espera algo οἱ δὲ Συρακόσιοι ἀπροσδόκητοι ... ἦσαν ὡς ἤδη μαχούμενοι los siracusanos no se esperaban combatir tan pronto Th.6.69, cf. 7.29
ἐμβαλὼν ἀπροσδοκήτοις παμπλήθη χρήματα ἐλάμβανε cayendo sobre ellos que no se lo esperaban, cogió gran cantidad de botín X.HG 3.4.12.
4 subst. τὸ ἀπροσδόκητον = inverosimilitud Marin.Procl.33.
II adv. ἀπροσδοκήτως = inesperadamente, de improviso ἐμβαλεῖν X.Ages.1.16, προσπίπτειν Th.4.29, Plb.1.62.1, ἐπιθεμένων ἀ. τῶν Κρανίων Th.2.33, ἧκον μὲν ἀ. ἐξ ἀργοῦ volví del campo inesperadamente Lys.1.11, ἔλθεῖν Men.Comp.1.28, ἐάν τι ἀ. νυκτὸς γένηται Aen.Tact.3.4, οὔτε ἀ. οὔτε ἀνοήτως ἀπαλλάσσομαι τοῦ βίου PFay.19.3 (II d.C.), cf. D.H.2.43.

German (Pape)

[Seite 339] 1) unerwartet, unvermutet, Aesch. Prom. 683; Soph. El. 1005; Thuc. 2, 5; ἀπὸ τύχης ἀπροσδοκήτου u. ἐξ ἀπρ., Her. 1, 191. 2, 204; Plat. Legg. XI, 920 d Charm. 153 b u. Folgde. – 2) akt., nicht erwartend, Thuc. 2, 93. 6, 69. 7, 29. – Adv. ἀπροσδοκήτως, Dem. 59, 103 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inattendu ; ἐξ ἀπροσδοκήτου = à l'improviste;
2 qui ne s'attend pas à : ἀπροσδόκητοι ὡς ἥδη μαχούμενοι THC ne s'attendant pas à combattre si tôt.
Étymologie: , προσδοκάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσδόκητος:
1 неожиданный, непредвиденный Aesch., Thuc., Arph., Plat., Plut.: ἐξ ἀπροσδοκήτου Her., Plat. неожиданно, врасплох; ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας Soph. в твоих словах нет ничего неожиданного;
2 не ожидавший, не предвидевший, застигнутый врасплох (ἐπιθέσθαι τινὶ ἀπροσδοκήτῳ Thuc.; τὸν Πειραιᾶ καταλαβεῖν ἀπροσδόκητον Plut.): ἀπροσδόκητοι ὡς ἤδη μαχούμενοι Thuc. не ожидав, что им придется уже вступить в бой.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσδόκητος: -ον, ὁ μὴ προσδοκώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 680, Σοφ. Ἠλ. 1017, Θουκ. 3. 39, κτλ.· πρᾶγμ’ ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον Ἀριστοφ. Λυσ. 352· κακοπάθεια Ἀντιφῶν 122.19· τύχη Πλάτ. Νόμ. 920D· ἀπρ. [ὁδὸν] πορευθεὶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 3: - ἐξ ἀπροσδοκήτου, Λατ. necopinato, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 204· οὕτως ἐπίρρ. -τως Θουκ. 4. 29, Λυσ. 92. 35, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσδοκῶν καὶ μὴ περιμένων τι, ἐπιθέσθαι τισὶν ἀπροσδοκήτοις Θουκ. 2. 33, πρβλ. 7. 39· ἀπρ. εἶναι αὐτ. 6. 69· ἀπρ. μὴ ἂν ποτέ τινα σφίσιν ἐπιθέσθαι αὐτ. 7. 29.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσδόκητος, -ον) προσδοκώ
αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος
αρχ.
αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι.

Greek Monotonic

ἀπροσδόκητος: -ον·
I. απρόοπτος, αυτός που δεν περίμενε κάποιος ότι θα συμβεί, αιφνίδιος, αδόκητος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐξ ἀπροσδοκήτου, Λατ. necopinato, σε Ηρόδ.· ομοίως, επίρρ. -τως, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν περιμένει κάτι, αδαής, απροετοίμαστος για ένα συμβάν, στον ίδ.

Middle Liddell

I. unexpected, unlooked for, Aesch., etc.; ἐξ ἀπροσδοκήτου, Lat. necopinato, Hdt.; so adv. -τως, Thuc.
II. act. not expecting, unaware, Thuc.

English (Woodhouse)

unexpected, off one's guard, unawares

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

qui non exspectat, who does not wait for, 2.33.3, [vulgo commonly ἀπροσδοκήτως] 2.93.4, 4.72.2, 6.69.1, 7.29.3, 7.39.2,
inexspectatus, improvisus, unexpected, unforeseen, 2.5.4, 2.91.4, 3.39.4, 4.103.5, 7.46.1, 8.23.3,
id quod improvisum est, that which is unexpected, 2.61.3.

Translations

unforeseen

Bulgarian: неочакван, непредвиден; Catalan: imprevist, inesperat; Czech: nepředvídaný; Danish: uforudset; Dutch: onverwacht, onvoorzien; Finnish: ennennäkemätön, odottamaton; French: imprévu, inattendu; German: unvorhergesehen, unerwartet; Greek: απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόοπτος, απρόσμενος; Hungarian: előre nem látott, váratlan; Italian: improvviso, inatteso, inaspettato, imprevisto; Latin: improvisus; Malayalam: അപ്രതീക്ഷിതം, ആകസ്മികം; Maori: matawhawhati, whakaohorere; Norwegian Bokmål: uforutsett; Old English: unfōrescēawod; Polish: nieprzewidziany, niespodziewany; Portuguese: imprevisto; Russian: непредвиденный, непредусмотренный; Spanish: imprevisto, inesperado; Swedish: oförutsedd, oväntad