ἀποσυλάω

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

   A strip off spoils from a person: hence, strip off or take away from, τί τινος Pi.P.4.110.    II rob, defraud one of a thing, ὅς μ' . . ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC1330; ὅτε ἐκράτησεν ἡμῶν ἀπεσύλησεν ἂ ἐδύνατο Is.5.30; ἀ. τινά τι E.Alc.870 (lyr.), X.An.1.4.8:—Pass., ἀποσυλᾶσθαί τι A.Pr.172 (lyr.); ἱερὰ -συληθέντα τῶν ἀναθημάτων Jul. Or.7.228b.    III carry off, τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2.

German (Pape)

[Seite 328] abnehmen, die Rüstung den Erschlagenen, übh. berauben, τί τινος, τοκέων τιμάν, Pind. P. 4, 110; τινά τινος Soph. O. C. 1332; Is. 5, 30; τινά τι Xen. An. 1, 4, 8; Eur. Alc. 870; Luc. Tox. 28; ἀποσυλῶμαί τι Aesch. Prom. 171; κόρην ἐκ τῶν ἀδύτων Heliod. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡλάω: λαμβάνω λάφυρα ἀπό τινος, ὅθεν ἀφαιρῶ, ἁρπάζω τί τινος Πινδ. Π. 4. 195. ΙΙ. ἀποστερῶ τινά τινος, ὅς μ’ ἐξέωσε κἀπεσύλησεν πάτρας Σοφ. Ο. Κ. 1330 (ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμ.), Ἰσαῖος 54. 2: ὡσαύτως, ἀπ. τινά τι Εὐρ. Ἄλκ. 870, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 8· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀποσυλᾶσθαί τι Αἰσχύλ. Πρ.174. ― ἀποσυλέω καὶ -όω, εἶναι τύπος ἀμφίβολος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
piller, ravir ; τινά τινος, τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, συλάω.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡλάω) 1 quitar, arrebatar c. ac. de cosa y gen. de pers. o cosa νιν (τιμάν) ... ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι ... τοκέων Pi.P.4.110, τὰς οὐσίας τῶν ζώντων D.C.47.16.1, de la circuncisión σάρκ' ἀποσυλῆσαι πόσθης Theodotus SHell.761, en v. pas. ποταμοῦ ἀποσυληθέντα καρκίνον cangrejo arrebatado del río Nic.Th.605, cf. Poll.1.236.
2 robar, privar de, despojar c. ac. de pers. o cosa y gen. de cosa ὅς μ' ... ἀπεσύλησεν πάτρας S.OC 1330, en v. pas. (ἱερὰ) ἀποσυληθέντα τῶν ἀναθημάτων Iul.Or.7.228b
c. doble ac. τοῖον ὅμηρον μ' ἀποσυλήσας E.Alc.870, χαλκοῦς καὶ ἄλλα ... ἡμᾶς UPZ 19.29 (II a.C.), en v. pas. σκῆπτρον τιμάς τ' ἀποσυλᾶται A.Pr.171
sólo c. ac. de cosa pillar, robar ἃ ἐδύνατο Is.5.30, χρήματα X.An.1.4.8, cf. POxy.1121.20 (III d.C.), τὴν Ἄρτεμιν Luc.Tox.2, en v. pas. τῶν πατρῴ<ω>ν μου ἀποσυληθέντων PCair.Isidor.63.10 (III d.C.)
sólo c. ac. de pers., mismo sent. ἀπεσύλησεν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν POxy.3581.14 (IV/V d.C.).