γρυμαιοπώλης
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, = γρυτοπώλης, Luc. Lex. 3.
French (Bailly abrégé)
v. γρυμεοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
γρῠμαιοπώλης: ου ὁ = γρυμεοπώλης.