δρηστοσύνη

Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ἡ, Ep. for δραστ-,

   A service, Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, das Dienen, Apoll Lex. Homer p. 60, 22 δρηστοσύνην· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, δραστηριότης περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
service, fonction de serviteur.
Étymologie: δράω.

English (Autenrieth)

(δρηστήρ): work, service, Od. 15.321†.