εἴρερος
English (LSJ)
ὁ,
A bondage, slavery, εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529.
German (Pape)
[Seite 734] ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰσανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.
Greek (Liddell-Scott)
εἴρερος: ὁ, δουλεία, αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. εἴρω)· τῶν ἅπαξ εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
captivité.
Étymologie: εἴρω¹ avec redoubl.