πλεοναχῶς
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
French (Bailly abrégé)
adv.
de plus de façons, de plus de manières.
Étymologie: πλεοναχός.
Greek Monotonic
πλεονᾰχῶς: επίρρ., με ποικίλους τρόπους, σε Αριστ.