κόρυλος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
v. κηρύλος.
Greek Monolingual
ο (κόρυλος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corylus].