ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
[Seite 1245] ion. = ἰάσιμος, ἴασις, eben so ἰήτειρα, ἰητήρ, ἰητρός, ἰήτωρ u. ä.
ion. c. ἴασις.
ἴησις, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. ίασις.