κρυσταλλοειδῶς
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
French (Bailly abrégé)
adv.
comme du cristal.
Étymologie: κρυσταλλοειδής.
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλοειδῶς: наподобие льда, как лед (στερέμνιος Plut.).