κρυσταλλοειδῶς

From LSJ

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
comme du cristal.
Étymologie: κρυσταλλοειδής.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοειδῶς: наподобие льда, как лед (στερέμνιος Plut.).