ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
[Seite 733] ὁ, dor. statt προμηθεύς.
dor. c. προμηθεύς.
-έως, ὁ, ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. προμηθεύς.