ἐναπονίζομαι
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
German (Pape)
[Seite 828] sich darin abwaschen; χεῖρας, πόδας, ἔν τινι, Her. 1, 138. 2, 172; aor. ἐναπονίψασθαι, Paus. 9, 30, 8; ἐναπονίψεις, Polyzel. Poll. 10, 76; ἐναπονιπτέον, Poll. 10, 77.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. 3ᵉ pl. ion. ἐναπονιζέατο;
se laver dans, ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, ἀπονίζομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. Chor.Or.1.74]
lavarse ποδανιπτὴρ ... ἐν τῷ ... τοὺς πόδας ἐναπονίζοντο una jofaina en la que se lavaban los pies Hdt.2.172, ἐς ποταμὸν ... οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται Hdt.1.138, τὰ πρόσωπα Agath.2.24.11, αὑτῷ ... ἐναπονίζει τὼ χεῖρε Chor.l.c.
•abs. lavarse, bañarse τοὺς ... ποταμῷ ... ἐναπονιζομένους θανάτῳ ζημιοῦσιν Par.Vat.40.