ἐπιβούλευμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A plot, scheme, Th.3.45, J.AJ17.12.2, Plu. Caes.4 (pl.), D.C.61.13.
German (Pape)
[Seite 930] τό, Nachstellung, Thuc. 4, 68 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Caes. 4; übh. gefährliches, feindliches Vorhaben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβούλευμα: τό, ἐπιβουλή, Θουκ. 3. 45 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
projet hostile, machination.
Étymologie: ἐπιβουλεύω.
Greek Monolingual
ἐπιβούλευμα, το (Α) επιβουλεύω
επιβουλή, σκευωρία.