ἐπιβουλεύω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
Dor. ἐπιβωλεύω SIG527.145 (Dreros, iii B.C.):—
A plot, contrive against, c. dat. pers. et acc. rei, ἐ. πόλει Tyrt.4.8; ἐπανάστασίν τινι Hdt.3.119; θάνατόν τινι ib.122, And.4.15; τοὺς θανάτους τοῖς πέλας Antipho 1.28; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Th.6.54.
b. c. dat. only, plot against, lay snares for, τῇ πόλει A. Th.29 codd., SIGl.c.; τῷ πλήθει Ar.Pl.570, Th.6.60; θεοῖς Pl.R. 378c; τῇ πολιτείᾳ D.8.40: c. dat. rei, tamper with, σφραγῖδι Cat.Cod. Astr.2.193: abs., οὑπιβουλεύων the plotter, S.OT618, cf. Pl.Lg.856c, Arist.EN1135b33: also in aor.1 Med., plot, Arr.Epict.4.1.160.
c .c.acc. rei only, plan secretly, τὸν ἔκπλουν Th.7.51; ἀπόστασιν Id.8.60, etc.
2. c.dat. rei, form designs upon, aim at, πρήγμασι μεγάλοισι Hdt.3.122; ἀνδριάντι Id.1.183; τυραννίδι Pl.Grg.473c, etc.; ἔργοις τοιούτοις Lys.28.8.
3. c. inf., purpose to do or design to do, Ἀρίονα ἐκβαλόντες ἔχειν τὰ χρήματα Hdt.1.24; ἐπιχειρήσειν Id.6.137; ποιεῖν Ar.Pl.1111; ἐξελθεῖν Th.3.20; καταλῦσαι τὴν δημοκρατίαν Lys.13.12; ἀποκτεινύναι Pl.R.566b; also ἐ. ὅπως . . X.Cyr.1.4.13: abs., Th.3.82.
4. to be injurious, δριμύτητα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπιβουλεύουσαν Paul.Aeg. 6.9.
II. Pass., with fut. Med. ἐπιβουλεύσομαι (in pass. sense) X.Cyr. 5.4.34: fut. Pass. ἐπιβουλευθήσομαι D.C.52.33: aor. ἐπεβουλεύθην Antipho 4.2.6, Th.1.82, D.22.1, Men.481.15, etc. (but v. supr. 1.1 b):—to have plots formed against one, to be the object of plots, Antiphol.c.; ὑπό τινος Th.4.60, 64, Isoc.4.140; εἰς χρήματα D.l.c.
2. of things, to be designed against, πρᾶγμα... ὃ τοῖς θεοῖς . . ἐπιβουλεύεται Ar.Pax 404: abs., Antipho 2.1.1, Th.3.96; τὰ ἐπιβουλευόμενα = plots, X.Eq.Mag.9.8.
French (Bailly abrégé)
former un projet :
I. en b. part ἐπ. τι former un projet;
II. d'ord. en mauv. part;
1 former un projet hostile contre, conspirer : τινι contre qqn ; Pass. être en butte à un complot, à un guet-apens, être l'objet d'une machination;
2 former un complot en vue de : τινι en vue de qch (d'une entreprise, de la tyrannie, etc.);
Moy. ἐπιβουλεύομαι (inf. ao. ἐπιβουλεύσασθαι) former un projet.
Étymologie: ἐπί, βουλεύω.
German (Pape)
im Sinne haben, vorhaben, bes. etwas Feindseliges und Heimliches anstiften; absol., λάθρᾳ Soph. O.R. 618; ἐπιβουλευόμενοι καὶ ἐπιβουλεύοντες Plat. Rep. III.417b; hinterlistig gegen Einen anzetteln, ἐπανάστασίν τινι Her. 3.119; θάνατόν τινι 3.122, wie Ar. Th. 335; Antiph. 1.28, Andoc. 4.15; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Thuc. 6.54. Gew. mit dem bloßen dat. der Person, nachstellen, auflauern, πόλει Aesch. Spt. 29; θεοὶ θεοῖς πολεμοῦσι καὶ ἐπιβουλεύουσι Plat. Rep. II.378b; ὥσπερ ἐραστὴς παιδικοῖς Symp. 217c und öfter. – Allgemein, πρήγμασι μεγάλοισι, auf große Dinge ausgehen, im Sinne haben, Her. 3.122, wie τοιούτοις ἔργοις Lys. 28.8; τυραννίδι, nach der Tyrannis trachten, Plat. Gorg. 473c; τῇ τῶν Ἑλλήνων φθορᾷ Menex. 241e; c. inf., τοὺς δὲ ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα Her. 1.24; vgl. Plat. Symp. 203b; ἐπιβουλεύουσιν ἐξελθεῖν Thuc. 3.20; vgl. Ar. Plut. 1111; – ohne Zusatz, auf Neuerungen im Staate ausgehen, Plat. Legg. IX.856c und öfter. – Im guten Sinne, den Zeitpunkt wahrnehmen, εἰσῆλθεν ἐπιβουλεύσας ὅπως ἂν ἀλυπότατα εἴποι Xen. Cyr. 1.4.13.
Pass. ἐπιβουλεύομαι, mir wird nachgestellt, Antiph. IV β 5, Thuc. 4.60 Lys. 3.39; ἐπιβουλευθεὶς ἀνῃρέθη, von einem Hinterhalte aus wurde er getötet, Her.; Folgde: τὰ ἐπιβουλευόμενα, Nachstellungen, Xen. Hipparch. 9.8; – ὅσα πράγματα ἐπιβουλεύεται Antiph. 2 α 1.
Med. ἐπιβουλεύσασθαι, = act., Thuc. 3.82, wofür DC. 59.26 ἐπιβουλευθῆναι hat; aber ἐπιβουλεύσομαι steht für das fut. pass. Xen. Cyr. 5.4.34.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβουλεύω:
1 реже med. втайне замышлять, устраивать, готовить (ἐπανάστασιν и θάνατόν τινι Her.; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι ἐ. Thuc.; τῷ δήμῳ κακόν τι Arph.): τὸ ἐπιβουλεύσασθαι Thuc. хитрый замысел;
2 строить козни, устраивать заговор (μήτ᾽ ἐ. μήτ᾽ ἐπιβουλεύεσθαι Plat., Arst.; τῇ πολιτείᾳ Dem.; τῷ πλήθει Thuc., Arph.): ἐπιβουλευομένη ἡ πᾶσα Σικελία Thuc. вся Сицилия, ставшая жертвой интриг; τὰ ἐπιβουλευόμενα Xen. козни; οὑπιβουλεύων (= ὁ ἐπιβουλεύων) Soph. строящий козни;
3 затевать, метить (куда-л.), стремиться (πρήγμασι μεγάλοισι Her.; ἐ. τοιούτοις ἔργοις Lys.; τυραννίδι Plat.);
4 задумывать, затевать, решать (ποιεῖν τι Her., Thuc., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλεύω: σχεδιάζω, μηχανῶμαι ἐναντίον τινός, μηχανῶμαι προδοτικῶς ἢ κρυφίως κατά τινος, μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ἐπιβ. κακὸν πόλει Τυρταῖος 2. 10· ἐπανάστασίν τινι Ἡρόδ. 3. 119· θάνατόν τινι ὁ αὐτ. 3. 112, Ἀνδοκ. 31. 2, κτλ.· κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Θουκ. 6. 54· ὡσαύτως, τι εἴς τινα Wyttenb. εἰς Ἰουλ. σ. 185. β) μετὰ δοτ. προσ. μόνον, σχεδιάζω, παρασκευάζω ἐπιβουλὴν κατά τινος, κἀπιβουλεύειν πόλει Αἰσχύλ. Θήβ. 29· τῷ πλήθει Ἀριστοφ. Πλ. 570, Θουκ. 6. 60· θεοῖς Πλάτ. Πολ. 378Β· τῇ πολιτείᾳ Δημ. 99. 27:- ἀπολ., οὐπιβουλεύων, ὁ συνωμότης, Σοφ. Ο. Τ. 618, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 10. γ) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, κρυφίως σχεδιάζω, μηχανῶμαι, τὸν ἔκπλουν Θουκ. 7. 51, πρβλ. 8. 60, κτλ. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., κάμνω σχέδια διά τι, θέτω τι ὡς σκοπόν μου, πρήγμασι μεγάλοισι Ἡρόδ. 3. 122, πρβλ. 1. 183· τυραννίδι Πλάτ. Γοργ. 473C, κτλ.· ἔργοις τοιούτοις Λυσ. 180. 12:- ἀπολ., τὸν ἐπιβουλεύοντα, τὸν παρασκευάζοντα ἐπιβουλὴν πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 856C. 3) μετ’ ἀπαρ., διανοοῦμαι νὰ πράξω τι, τοὺς δὲ (Κορινθίους) ἐν τῷ πελάγει ἐπιβουλεύειν τὸν Ἀρίονα ἐκβαλόντας ἔχειν τὰ χρήματα Ἡρόδ. 1. 24· ἐπιχειρήσειν ὁ αὐτ. 6. 137· ποιεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 1111· ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 20, πρβλ. Λυσ. 130, 38, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπ. ὅπως… Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13:- ἀπολ., Θουκ. 1. 82., 3. 82· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 160. ΙΙ. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -εύσομαι (ἐπὶ παθ. ἐννοίας), Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34:- μέλλ. παθ. -ευθήσομαι Δίων Κ. 52. 33· ἀόρ. -εβουλεύθην Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 15, κτλ. (ἀλλ’ ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. β):- Εἶμαι ἀντικείμενον ἐπιβουλῆς ἢ σχεδίων κακῶν, Ἀντιφῶν 114. 28, 126. 22, Θουκ. 4. 60, 64. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σχεδιάζομαι ἐναντίον τινός, πρᾶγμα…, ὃ τοῖς θεοῖς... ἐπιβουλεύεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 404· ἀπολ., Ἀντιφῶν 115. 1, Θουκ. 3. 96· τὰ ἐπιβουλευόμενα, ἐπιβουλαί, σχέδια, Ξεν. Ἱππαρχ. 9, 8.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 14 κἑξ., καὶ παρατηρήσεις τοῦ αὐτοῦ εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμῳ Γ΄, σ. 370.
Greek Monolingual
και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω)
μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου»)
αρχ.
1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
2. ετοιμάζω κάτι κρυφά
3. είμαι επιβλαβής
4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βουλεύω «σκέφτομαι»].
Greek Monotonic
ἐπιβουλεύω: μέλ. -σω,
I. 1. σχεδιάζω κακό ή συνωμοτώ εναντίον, κακὸν πόλει, σε Τυρτ.· θάνατόν τινι, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. μόνο, μηχανορραφώ εναντίον, στήνω παγίδες, τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· τῷ πλήθει, σε Αριστοφ.· απόλ., οὑπιβουλεύων, συνωμότης, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σχεδιάζω στα κρυφά, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, τὸν ἔκπλουν, σε Θουκ.
2. με δοτ. πράγμ., κάνω σχέδια για, σκοπεύω σε, πρήγμασι μεγάλοισι, σε Ηρόδ.· τυραννίδι, σε Πλάτ.
3. με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, υπολογίζω, λογαριάζω ή σχεδιάζω να κάνω, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. Παθ., με Μέσ. μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -εβουλεύθην· έχω μηχανορραφίες σχηματισμένες εναντίον μου, είμαι αντικείμενο επιβουλών, συνωμοσιών, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, σχεδιάζομαι εναντίον, πρᾶγμα, ὅ τοῖς θεοῖς ἐπιβουλεύεται, σε Αριστοφ.· τὰ ἐπιβουλευόμενα, επιβουλές, μηχανορραφίες, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
I. to plan or contrive against, κακὸν πόλει Tyrtae.; θάνατόν τινι Hdt.:—c. dat. pers. only, to plot against, lay snares for, τῇ πόλει Aesch.; τῷ πλήθει Ar.;—absol., οὑπιβουλεύων the conspirer, Soph.: —c. acc. rei only, to plan secretly, scheme, plot, τὸν ἔκπλουν Thuc.
2. c. dat. rei, to form designs upon, aim at, πρήγμασι μεγάλοισι Hdt.; τυραννίδι Plat.
3. c. inf. to purpose or design to do, Hdt., Thuc.
II. Pass., with fut. mid. -εύσομαι: aor1 -εβουλεύθην:— to have plots formed against one, to be the object of plots, Thuc.
2. of things, to be designed against, πρᾶγμα, ὃ τοῖς θεοῖς ἐπιβουλεύεται Ar.; τὰ ἐπιβουλευόμενα plots, Xen.
Lexicon Thucydideum
insidiari, to lie in ambush, plot, 1.68.3, 1.82.1. 1.140.2, 2.5.4, 3.37.2, [vulgo coniunctim commonly together προσεπ.] 3.39.2. 3.40.1. 3.40.5. 3.82.5, 4.68.6. 4.97.1, 4.103.4,
similiter similarly 4.116.3. 6.11.6. 6.18.3. 6.60.4, 6.86.3. 6.87.4. 8.66.4,
PASS. insidiis peti, to be attacked by ambush, 1.2.4, 1.82.1, 4.60.1, 4.61.1. 4.64.5. 6.33.5, 6.80.3, —
parare, to prepare, 3.109.3, 6.54.3, 7.51.1, 8.60.1,
PASS. 3.96.3, 6.88.7, —
consilium capere, to form a plan, 3.20.1,
MED. attente secum deliberare, to consider carefully with oneself, 3.82.4.