επιβουλεύω

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω)
μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου»)
αρχ.
1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
2. ετοιμάζω κάτι κρυφά
3. είμαι επιβλαβής
4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βουλεύω «σκέφτομαι»].