επιβουλεύω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω)
μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου»)
αρχ.
1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
2. ετοιμάζω κάτι κρυφά
3. είμαι επιβλαβής
4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βουλεύω «σκέφτομαι»].