ἐπεγκάπτω
English (LSJ)
A eat up besides, gulp down, Ar.Eq.493.
German (Pape)
[Seite 908] noch dazu verschlucken, Ar. Equ. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγκάπτω: χάπτω, καταπίνω, ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί Ἀριστοφ. Ἱππ. 493.
French (Bailly abrégé)
avaler par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγκάπτω.
Greek Monolingual
(Α)
καταβροχθίζω επί πλέον, καταπίνω, χάφτω («ἐπέγκαψον λαβὼν ταδί», Αριστοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάπτω «καταβροχθίζω»].