ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
2ᵉ sg. impér. prés. att. de ἐπίσταμαι.
ἐπίστω: αντί ἐπίστασο, βʹ ενικ. προστ. του ἐπίσταμαι.