ἐργατήσιος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

α, ον,

   A = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).

German (Pape)

[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.

Greek Monolingual

ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.