ἐπιστενάζω

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A groan over, τινί A. Pers.727 (troch.), Plu.Brut.51, etc.: abs., E.IT283.

German (Pape)

[Seite 984] (s. στενάζω), darüber seufzen, beseufzen, τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ' ἐπιστενάζετε Aesch. Pers. 713; Eur. I. T. 283; auch Plut. Brut. 51 u. Luc. bis acc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστενάζω: μέλλ. -άξω, στενάζω ἐπάνω εἴς τινα, καὶ τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ’ ἐπιστενάζετε; Αἰσχύλ. Πέρσ. 727. Πλουτ. Βροῦτ. 51, κτλ.· ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 283.

French (Bailly abrégé)

gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, στενάζω.

Greek Monolingual

ἐπιστενάζω (Α) στενάζω
στενάζω για κάτι («καὶ τί δὴ πράξασιν αὐτοῑς ώδ’ ἐπιστενάζετε;», Αισχύλ.).