εὐπτόητος

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.

Greek Monolingual

εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].