τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
έως;adj. m.de Thespies : οἱ Θεσπιεῖς les Thespiens.Étymologie: Θεσπιαί.
Θεσπιεύς: εως adj. m теспийский Her.έως ὁ уроженец или житель Теспии Her., Thuc., Xen., Diod.