θηρατήρ

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

Ion. θηρ-ητήρ, ῆρος, ὁ, poet. for θηρατής, Il. 5.51, etc.;

   A ἀνδρὸς θηρητῆρος 21.574; κοῦροι θ. 17.726.

German (Pape)

[Seite 1209] ῆρος, ὁ, Jäger, Philostr. S. θηρητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτήρ: Ἰων. -ητήρ, ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ θηρατής, Ἰλ. Ε. 51, κτλ.· θηρητῆρος ἀνδρὸς Φ. 574· ἄνδρες θ. Μ. 170· κοῦροι θ. Ρ. 726· τῶν ἀδήλων θ. Φιλόστρ. 864.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.

Greek Monolingual

θηρατήρ και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) θηρώ
ποιητ. τ. του θηρατής.