θηρατήρ
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
Ion. θηρητήρ, -ῆρος, ὁ, poet. for θηρατής, Il. 5.51, etc.; ἀνδρὸς θηρητῆρος 21.574; κοῦροι θ. 17.726.
German (Pape)
[Seite 1209] ῆρος, ὁ, Jäger, Philostr. S. θηρητήρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.
Greek (Liddell-Scott)
θηρᾱτήρ: Ἰων. -ητήρ, ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ θηρατής, Ἰλ. Ε. 51, κτλ.· θηρητῆρος ἀνδρὸς Φ. 574· ἄνδρες θ. Μ. 170· κοῦροι θ. Ρ. 726· τῶν ἀδήλων θ. Φιλόστρ. 864.
Greek Monolingual
θηρατήρ και ιων. τ. θηρητήρ, ὁ (Α) θηρώ
ποιητ. τ. του θηρατής.
Greek Monotonic
θηρᾱτήρ: Ιων. -ητήρ, -ῆρος, ὁ (θηράω), κυνηγός, θηρευτής, σε Ομήρ. Ιλ.