Κελτικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Celtique ou des Celtes ; ἡ Κελτική la Gaule.
Étymologie: Κελτός.

Middle Liddell

Κελτικός, ή, όν [from Κελτοί
Celtic, Gallic, fem. Κελτίς, ίδος, Anth.