κουρίζω

Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

(A), (κοῦρος A) intr.,

   A to be a youth, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκε Od.22.185, cf. A.R.1.195; to be a girl, Id.3.666; παῖς ἔτι -ίζουσα Call.Dian.5, cf. Arat.32.    2 cry like a babe, Call.Jov. 54.    3 of dolphins, κ. ἑὸν σθένος attain the strength of youth, Opp. H.1.664.    II trans., bring up from boyhood or to manhood, ἄνδρας Hes.Th.347.    III κουρίζεσθαι· ὑμεναιοῦσθαι, Hsch.
κουρ-ίζω (B), (κείρω, κουρά)

   A clip, shear, aor. 1 κούριξαν· ἀπεκειραν, Id.:—Pass., κυπάρισσος ἡ κουριζομένη which sprouts when clipped, Thphr.HP2.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίζω: (κόρος, κοῦρος) ἀμετάβ., εἶμαι νεανίας, σάκος... ὃ κουρίζων φορέεσκεν Ὀδ. Χ. 185, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 195˙ εἶμαι κοράσιον, ὁ αὐτ. Γ. 666. 2) ἀνδροῦμαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 664. ΙΙ. μεταβ., ἀνατρέφω ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἰς τὴν ἀνδρικήν, ἄνδρας Ἡσιόδ. Θεογ. 347˙ ἴδ κουρίδιος, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être jeune.
Étymologie: κοῦρος.

English (Autenrieth)

only part., when a young man, Od. 22.185†.